Κάποια χρόνια πριν είχα βρεθεί στη Γένοβα, για να ζήσω τη στιγμή της γενιάς μου, όπως πίστευα. Παντελώς απροετοίμαστη και μέσα στην αφέλεια, ένιωθα ότι έπρεπε να διαμαρτυρηθώ για κάτι τόσο μεγάλο και τόσο έξω από μένα, που μπήκα στο πλοίο και έφτασα στην Ιταλία. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εκεί, με τη συνθήκη της Σέγκεν να μην ισχύει πια, ακούσαμε για τη δολοφονία του Κάρλος Τζουλιάνι. Πανικός. Μετά βρεθήκαμε σε μια πόλη γεμάτη οδοφράγματα, με μπλόκα της αστυνομίας παντού. Είχαμε μπει σε εμπόλεμη ζώνη. Μας πήγαν σε ένα πάρκινγκ, όπου θα μέναμε για τις επόμενες μέρες. Πάρκινγκ λιμανιού, δίπλα στη θάλασσα, όπου μας παρακαλουθούσαν στη διάρκεια της νύχτας με προβολείς από ελικόπτερα.
Τη μέρα της μεγάλης πορείας, βρέθηκα να τρέχω να αποφύγω τους αστυνομικούς, χωρίς να έχω κάνει απολύτως τίποτε. Απλά συμμετείχα σε μια πορεία, σε ένα τελείως ειρηνικό μπλοκ. Άπειρες ώρες μετά, μετά από άγριο κυνηγητό και φόβο, ξαναγυρίσαμε στο πάρκινγκ, για να δούμε το απίστευτο: στη διάρκεια της μέρας είχαν γίνει επεισόδια και εκεί. Ένα τεράστιο πάρκινγκ γεμάτο άδεια κουτιά από δακρυγόνα, ληγμένα εδώ και χρόνια! Αυτό σε πείραξε, θα μου πεις...
Δεν ήξερα ακόμη τι θα ακολουθούσε. Το ίδιο βράδυ, μπήκαν οι αστυνομικοί στο μέρος όπου είχαν καταλύσει οι άνθρωποι της Indymedia. Πυροβολισμοί, κρότοι, φωνές, ασθενοφόρα, πυροσβεστικά οχήματα, σκοτάδι, φόβος και μια σειρά από "αύρες", τα μικρά τανκς, να έχουν περικυκλώσει το πάρκινγκ όπου μέναμε, για να μην τολμήσουμε να κάνουμε τίποτε.
Από τότε, φοβάμαι όποτε βλέπω αστυνομικό. Η ελευθερία της γνώμης σε μια ελεύθερη Ευρώπη εξανεμίστηκε για μένα τη στιγμή που βρέθηκα στο σημείο που είχαν δολοφονήσει το Τζουλιάνι. Και βρέθηκα εκεί τρέχοντας για να ξεφύγω από κάποιους που δεν ήξερα, για κάτι που δεν έκανα.
Δεν ξέρω γιατί τα γράφω αυτά, γνωρίζω ότι δεν αποτελούν συγκροτημένο - και δη πολιτικό- λόγο, αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι που τα τελευταία χρόνια καθόμαστε και περιμένουμε όλο από νεαρότερες ηλικίες να μας βγάλουν ασπροπρόσωπους. Φοβάμαι που φοβάμαι αρκετά για να μην είμαι μαζί τους. Φοβάμαι που δεν έχω επιχειρήματα.
Τη μέρα της μεγάλης πορείας, βρέθηκα να τρέχω να αποφύγω τους αστυνομικούς, χωρίς να έχω κάνει απολύτως τίποτε. Απλά συμμετείχα σε μια πορεία, σε ένα τελείως ειρηνικό μπλοκ. Άπειρες ώρες μετά, μετά από άγριο κυνηγητό και φόβο, ξαναγυρίσαμε στο πάρκινγκ, για να δούμε το απίστευτο: στη διάρκεια της μέρας είχαν γίνει επεισόδια και εκεί. Ένα τεράστιο πάρκινγκ γεμάτο άδεια κουτιά από δακρυγόνα, ληγμένα εδώ και χρόνια! Αυτό σε πείραξε, θα μου πεις...
Δεν ήξερα ακόμη τι θα ακολουθούσε. Το ίδιο βράδυ, μπήκαν οι αστυνομικοί στο μέρος όπου είχαν καταλύσει οι άνθρωποι της Indymedia. Πυροβολισμοί, κρότοι, φωνές, ασθενοφόρα, πυροσβεστικά οχήματα, σκοτάδι, φόβος και μια σειρά από "αύρες", τα μικρά τανκς, να έχουν περικυκλώσει το πάρκινγκ όπου μέναμε, για να μην τολμήσουμε να κάνουμε τίποτε.
Από τότε, φοβάμαι όποτε βλέπω αστυνομικό. Η ελευθερία της γνώμης σε μια ελεύθερη Ευρώπη εξανεμίστηκε για μένα τη στιγμή που βρέθηκα στο σημείο που είχαν δολοφονήσει το Τζουλιάνι. Και βρέθηκα εκεί τρέχοντας για να ξεφύγω από κάποιους που δεν ήξερα, για κάτι που δεν έκανα.
Δεν ξέρω γιατί τα γράφω αυτά, γνωρίζω ότι δεν αποτελούν συγκροτημένο - και δη πολιτικό- λόγο, αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι που τα τελευταία χρόνια καθόμαστε και περιμένουμε όλο από νεαρότερες ηλικίες να μας βγάλουν ασπροπρόσωπους. Φοβάμαι που φοβάμαι αρκετά για να μην είμαι μαζί τους. Φοβάμαι που δεν έχω επιχειρήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου