2.11.2008

Τελικά ποιος φταίει;

Το να παρακολουθείς το αποτέλεσμα της δουλειάς σου στην πράξη είναι δύσκολο και συχνά απογοητευτικό. Τις τελευταίες μέρες έχω την ευκαιρία να παρακολουθώ τα σχολεία που έρχονται στο μουσείο για να παρακολουθήσουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα των εκθέσεων που στήσαμε. Σχολεία που έρχονται από διαφορετικά μέρη, με μαθητές από διαφορετικές κουλτούρες, με δασκάλους με διαφορετικές προτεραιότητες. Και αναρωτιέμαι, υπάρχει τελικά χώρος για όλους σε ένα μουσείο;

Αν ένας μουσειολόγος στήνει μια έκθεση θεωρώντας ότι έχει ένα περιορισμένο κοινό- στόχο, τη μαθητική κοινότητα, ακόμη και αν συνεργαζόμενος με μουσειοπαιδαγωγούς καταφέρει να καλύψει τις ανάγκες και τους στόχους κάθε ηλικιακής ομάδας, πώς μπορεί να είναι σίγουρος ότι το αποτέλεσμα της δουλειάς του θα είναι επαρκές; Ακόμη χειρότερα, πώς θα είναι σίγουρος ότι η επίσκεψη δε θα είναι αποτρεπτική στο μέλλον για τα παιδιά;

Εντάξει, υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία που μπορεί να καλύψει ποικίλες ανάγκες. Αλλά πώς μπορείς να αποτρέψεις ζητήματα που εγείρονται από την έλλειψη πληροφορίας σχετικά με την κοινωνία στην οποία απευθύνεσαι;

Εξηγούμαι: ποια είναι η σύνθεση της ελληνικής σχολικής τάξης πια; Πώς μπορείς να διαχειριστείς με ασφάλεια ζητήματα εθνικής ταυτότητας;

Από την άλλη, πόσες ομοιότητες παρατηρούνται μεταξύ σχολείων αστικών κέντρων και σχολείων της επαρχίας; Και αν αυτό ακούγεται αντιδραστικό και σχεδόν ρατσιστικό, διορθώνω: πόσες ομοιότητες έχει μια τάξη που πηγαίνει για πρώτη φορά σε ένα μουσείο με μια τάξη που το έχει ξανακάνει; Ποιος θα τους μάθει τα απαραίτητα;

Τέλος, πώς είμαστε σίγουροι ότι οι δάσκαλοι θα ευαισθητοποιηθούν και θα κατανοήσουν ότι η επίσκεψη σε ένα μουσείο απαιτεί και τη δική τους συμμετοχή;

Τελικά, είναι όλα αυτά δικά μας προβλήματα;

2 σχόλια:

museologist είπε...

Ψάχνεις και συ για τη χαμένη σιγουριά ε; Χτες ήμουνα με μια παρέα χημικών. Έπιασα κουβέντα με μια ιταλίδα χημικό και με ρώτησε τι κάνω. Όταν της απάντησα, μου λέει "Oh, I like this; it's not very concrete", εννοώντας ότι στη χημεία (και γενικά στις φυσικές επιστήμες) η επιτυχία ή όχι του αποτελέσματος είναι εύκολα διακριτή, ενώ στη μουσειολογία λίγο φλου...

Είναι πολύ δύσκολο (ή αδύνατο;) να 'μετρήσει' ή να αξιολογήσει ποιοτικά κανείς τον αντίκτυπο εκθέσεων και τη βιωματική εμπειρία των επισκεπτών. Μέθοδοι, όπως για παράδειγμα τα Generic Learning Outcomes της Hooper-Greenhill, έχουν επιστημονικά αμφιβητήσιμη αξία και χρησιμεύουν περισσότερο ως ticking boxes exercise στα αγγλικά μουσεία για να διεκδικούν περαιτέρω χρηματοδότηση.

Νομίζω πιο ασφαλείς απαντήσεις στις δύσκολες ερωτήσεις που θέτεις δίνουν μακροχρόνιες ποιοτικές έρευνες και συνεχής αξιολόγηση της δουλειάς μας.

Θα είμαστε ποτέ σίγουροι; Πολύ χλωμό.

Anti Museum είπε...

Και πώς αντέχεται αυτή η αβεβαιότητα; Πώς έχει κανείς τη συνείδησή του καθαρή;
Με μια φίλη και συνάδελφο της οποίας τη γνώμη μετράω, εδώ και χρόνια συζητάμε και διαφωνούμε πάνω στο αν η δουλειά του μουσειολόγου (προγραμματισμός και σχεδιασμός εκθέσεων) αποτελεί ή όχι δημιουργία. Η γνώμη μου (αν και πια όχι τόσο σθεναρά) είναι ότι η δουλειά αυτή ΔΕΝ είναι δημιουργία, μια και οφείλει να σέβεται πολλαπλές συνιστώσες, με κυριότερη το κοινό. Ωστόσο κατανοώ ότι η πρόφαση της δημιουργίας παρέχει τον ηθικό εφησυχασμό της αφόρητης για μένα αβεβαιότητας.

Υ.Γ. Μήπως να αλλάξω δουλειά;

ξένοι